31/12/11
ΕΝΑ ΠΙΣΤΟΛΙ ΔΡΟΜΟΣ
Ένα μοναδικό δώρο μου φύλαγε για τα γενέθλιά μου του ’83 ο αδελφικός μου φίλος, ο Σπύρος Χυτήρης. Σπουδάζοντας στην Αθήνα τότε, ο Σπύρος είχε τη χαρά, την τύχη και την ευκαιρία να βλέπει αρκετές από τις συναυλίες που γίνονταν εκεί, αλλά κυρίως να ενημερώνεται άμεσα μέσω πολύ καλών του φίλων για ότι καινούργιο έβγαινε εκείνη την εποχή. Και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, να μπορεί να βρίσκει κάποιους δίσκους που ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεθούν στα Γιάννενα (του τότε) ή ακόμη περισσότερο στην Κέρκυρα. Τα περισσότερα απο αυτά τα ακούσματα τα μοιραζόταν και εξακολουθεί να τα μοιράζεται με τους φίλους του. Έτσι, όταν εμφανίστηκε στο σπίτι εκείνο το μεσημέρι κρατώντας ένα κουτάκι, ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για κάτι πολύ σπουδαίο.
Σε ένα περιτύλιγμα που ξέφευγε από τα όρια της κριτικής και φλέρταρε με αυτά του κομψοτεχνήματος, η κασέτα είχε δυο από τα απόλυτα φετίχ της εποχής.
Θα ασχοληθούμε απόψε, παραμονή πρωτοχρονιάς, με το ένα:
Τα άλμπουμ – ιεροτελεστία των Gun Club, “Fire of Love” (1981) και “Miami” (1982). Το πρώτο, το έλιωσα στην κυριολεξία, μέχρι που όταν βρέθηκα με τη σειρά μου στην Αθήνα για τη θητεία μου φρόντισα –κάπου προς το τέλος της- να τα πάρω και σε βινύλιο (για να το λιώσω κι αυτό). Το Fire of Love είχε όλα αυτά που ανέβαζαν τους σφυγμούς μου ή αν προτιμάτε, ταίριαζαν με κάτι που για τα δικά μου αυτιά τότε οριζόταν ως πάθος (She is like Heroine to me), οργή (For the love of Ivy), περιπέτεια (Ghost in the Highway, Black Train). Και μόνο αυτά; Όχι βέβαια. Από τα άλμπουμ που από το πρώτο κιόλας τραγούδι σε ξεσηκώνουν και σε προειδοποιούν ότι τα επόμενα σαράντα λεπτά θα είναι πολύ συναρπαστικά. Θα είχε ενδιαφέρον αν μέτραγε κανείς τους σφυγμούς του πριν και μετά το άλμπουμ. Επίσης να σημειώσω ότι είναι από τους δίσκους που πρέπει να αποφεύγει κανείς κατά την οδήγηση.
Κατά κανόνα, αυτό ήταν και το άλμπουμ που μου άρεσε περισσότερο. Τότε. Μάλιστα, σε 1 – 2 μπαράκια από αυτά που σύχναζα στην Αθήνα, κάποια τραγούδια από κει (λέγε με Sex Beat) ήταν στο τακτικό «μενού».
Το Miami από την άλλη, μου φαινόταν πολύ «βαρύ» ή καλύτερα πιο «μυστήριο» και ΄γω δεν είχα τη διάθεση να αναζητήσω άλλες περιπέτειες μέσα σε αυτό. Μου αρκούσε (πολύ κακή λέξη) το σκοτάδι, η μαυρίλα της βρετανικής σκηνής που μου άρεσε πολύ τότε. (Με το επόμενο επίσημο άλμπουμ των GC το Las Vegas Story, ξεκαθάρισε και η εικόνα που έμελε να έχω πια για τον σπουδαίο –συγχωρεμένο, δυστυχώς, σε μια ατέλειωτη σειρά θυσίας στο βωμό των οπιοειδών – Jeffrey Lee Pierce. Μια εικόνα που με την πάροδο των ετών αντί να ξεθωριάζει γίνεται όλο και πιο λαμπρή)
Το “Miami” λοιπόν. Ένα πολύ ώριμο άλμπουμ, λίγο διαφορετικό από το πρώτο και πιο συγκρατημένο. Αυτά θα έλεγε ένας μουσικοκριτικός αν ξαφνικά του άφηναν στο γραφείο του 50 άλμπουμ για κριτική του επόμενου τεύχους. Ίσως, αυτό να σκεπτόμουν κατά βάθος κι εγώ όταν το άκουγα, τότε, τη δεκαετία του 80, μέσα από τις δικές μου – λίγες – μουσικές εμπειρίες. Δεν είναι έτσι, όμως.
Ή μάλλον, είναι έτσι, αλλά…
Εδώ, έχουμε να κάνουμε με κάτι που θα σκαρφιζόταν το φεγγάρι να τραγουδήσει κάποιο βράδυ που η σκιά της Γης θα το έκρυβε από τον ουρανό. Η κραυγή της έρημης πόλης. Ένα άλμπουμ που κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες αυτών που κατόρθωσαν να το κάνουν «δικό τους». Ποιοι είναι αυτοί? Έχει σημασία;
Από το Μαϊάμι λοιπόν, το τελευταίο αριστούργημα του δίσκου, το αλληγορικό “Mother of Earth” (δεν είναι οικολογικό τραγούδι φυσικά).
Ι've gone down the river of sadness
I've gone down the river of pain
in the dark, under the wires.
I hear them call my name
I gave you the key to the highway
and the key to my motel door
and I'm tired of leaving and leaving
so, I won't come back no more
Oh, my dark-eyed friend
I'm recalling you again
soft voices that speak nothing
speak nothing to the end
Oh, Mother of Earth
the blind they call
but, yet stay behind the wall
their sadness grows like weeds
upon my thighs and knees
Oh, Mother of Earth
the wind is hot
I tried my best, but I could not
and my eyes fade from me
in this open country
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια από τις περιηγήσεις μου στα μέρη που μεγάλωσε ο πατέρας μου και για τα οποία τόσα έχω γράψει εδώ – πικρά κατά κανόνα – έτυχε να έχω στο αυτοκίνητο εκείνη την κασέτα (ένα αντίγραφό της). Φυσικά και υπάρχει ακόμη η κασέτα, με την αρχική της συσκευασία και με την πρώτη ευκαιρία θα ανεβεί και η φωτογραφία της. Έφτασα μέχρι σχεδόν το Φλαμπουράρι, κατέβηκα σχεδόν μέχρι τη Μονή Βουτσάς και τελικά πήρα το δρόμο της επιστροφής μια και άρχισε να σουρουπώνει και ο δείκτης της βενζίνης είχε πάρει πολλή κλίση προς τα αριστερά. Ομολογώ ότι δεν περίμενα να ταιριάξει τόσο πολύ το ζεστό Μαϊάμι με το κρύο του Ανατολικού Ζαγορίου και η μουσική της ερήμου με το γεμάτο πεύκα και έλατα τοπίο γύρω μου.
Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα, το συζήτησα με τον πατέρα μου (χωρίς Gun Club και λοιπά). Και μου διηγήθηκε μια ιστορία:
Ήταν αρχές του χειμώνα του ’44. Οι Γερμανοί είχαν ήδη φύγει από την Ήπειρο, όμως είχαν αρχίσει τα Δεκεμβριανά, και τα χιόνια είχαν καλύψει για τα καλά όλη την περιοχή. Τα σπίτια του χωριού, μέσα σε αυτά και του παππού μου, καμένα κατά 90%. Ο θάνατος με τις εικόνες του, πολύ πρόσφατος. Ο πατέρας μου 16 χρονών τότε, με τους γονείς του να έχουν επιστρέψει από το δάσος όπου είχαν βρει καταφύγιο, μια και σπίτι δεν υπήρχε πια, ξεκίνησε ένα πρωί, να φέρει αλεύρι από το μύλο, όπως του ζήτησε η γιαγιά μου. Έμεναν πλέον σε μια παράγκα που είχε φτιάξει ο παππούς μου, στη θέση του σπιτιού, και στην οποία είχαν βρει καταφύγιο μεταξύ των άλλων, μια εγκυκλοπαίδεια - του γιατρού γείτονα Ρογκότη - και οι σέλες της κυρίας Τζώρτζη (που φοβόταν μη τις κλέψουν για να φτιάξουν σόλες για παπούτσια..). Η παράγκα είχε συρόμενη είσοδο - για εξοικονόμηση χώρου. Α, ρε μπαρμπα Σωτήρη..
Στο δρόμο για το μύλο, εμφανίζεται κάποιος με κάπα που από κάτω φαινόταν στρατιωτική στολή, βρετανική, χωρίς διακριτικά, αλλά ο πατέρας μου αναγνώρισε ότι ήταν στολή αξιωματικού. Τον ρώτησε που είναι η Μονή Βουτσάς. Ο πατέρας μου του έδειξε «εκεί κάτω, φαίνεται και ο καπνός». Ο άγνωστος του ρώτησε πως θα πάει, ο πατέρας μου του έδειξε το μονοπάτι, οπότε αυτός του είπε: «θα με πας εκεί».
Ο πατέρας μου αρνήθηκε ευγενικά «δεν μπορώ κύριε, τα παπούτσια μου είναι τρύπια και το χιόνι με έχει ήδη παγώσει». Ο άγνωστος, επανέλαβε την φράση του, μόνο που τώρα είχε βγάλει και ένα πιστόλι και το είχε βάλει στον κρόταφο του ταλαιπωρημένου από τον πόλεμο έφηβου. Έτσι, σαν σκηνή βγαλμένη από ταινία του Αγγελόπουλου, ένα παιδί μπροστά και ένας οπλισμένος άντρας πίσω να ακολουθεί με το πιστόλι προτεταμένο έχοντας την έγνοια μην τυχόν κι αυτός ο πιτσιρίκος που έτρεμε και από το κρύο αλλά και από την απειλή του περιστρόφου, τον πάει σε κάποια παγίδα. Φτάνοντας στη Μονή, ο πατέρας μου δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο ξένος θα τον σκότωνε για να μην έχει μάρτυρες. «Εξαφανίσου πριν αλλάξω γνώμη» του είπε μέσα από τα δόντια και μπήκε στο μοναστήρι. Στην επιστροφή, τα άκουσε και από τη γιαγιά μου γιατί – φυσικά – είχε ξεχάσει το αλεύρι και γιατί τα παπούτσια είχαν διαλυθεί τελείως και ήταν ξυπόλυτος στο χιόνι.
Πέρασαν μερικοί μήνες. Από τους πιο οδυνηρούς στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Στο χωριό, από καιρό σε καιρό έκαναν την εμφάνισή τους άλλοτε αποσπάσματα παρακρατικών, άλλοτε στρατού και -πολύ πιο σπάνια- αριστερών ενόπλων (εποχή λίγο πριν τη συμφωνία της Βάρκιζας). Ουσιαστικά, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών περισσότερο. Κάποια μέρα, ο πατέρας μου βρήκε ένα πιστόλι παλιό, Browning όπως θυμάται, που το είχε ο παππούς Σωτήρης για ασφάλεια όταν πήγαινε στα δάση, μην τυχόν και του έκανε επίθεση καμιά αγέλη λύκων, που εκείνα τα χρόνια έκαναν τακτικές εμφανίσεις, παρασυρμένοι – ίσως – από τα δίποδα αρπακτικά με τις γκρίζες στολές και το έμβλημα με το εντελβαις στο καπέλο. Το μπραουνινγκ δεν πρέπει να είχε ρίξει ποτέ και ήταν σκουριασμένο. Το παίρνει μαζί του ο πατέρας μου και πάει για να το δείξει στους συνομήλικους του και στο δρόμο τον σταματά ένα απόσπασμα του στρατού, που είχε μαζέψει αρκετούς «υπόπτους» για συνεργασία με τους αριστερούς. Τους οδήγησαν όλους στην εκκλησία του χωριού – της Παναγίας – και άρχισαν την ανάκριση. Τι είναι αυτό το όπλο; Δεν δουλεύει, έτσι το είχα, μίλα ρε κωλοπαιδο, αλήθεια λέω. Πολύ σύντομα εμφανίστηκε ο παππούς που δήλωσε «κύριε υπολοχαγέ, δικό μου είναι, το είχα πριν τον πόλεμο αν μου ορμήσουν λύκοι στο δάσος. Δεν λειτουργεί πια». Θες που το όπλο ήταν άχρηστο, θες που ο χαφιές του χωριού μάλλον τον είχε ανάγκη τον παππού μου, έκλεισε το μάτι στον έξαλλο αξιωματικό και ο πατέρας μου επέστρεψε στο πρόχειρο σπίτι και έφαγε το ξύλο του – σε δυο δόσεις. Τα άλλα παιδιά που έπιασαν τα άφησαν μετά από 5-6 ώρες, εκτός από έναν 18χρονο που βρήκαν πάνω του 2 σφαίρες (από γερμανικά όπλα που είχαν πάθει εμπλοκή κατά την περίοδο της καταστροφής του χωριού..) τον σάπισαν στο ξύλο και ακόμη και τώρα όταν τα θυμάται ο πατέρας μου βουρκώνει. Μου έχει πει κι άλλες ιστορίες, αλλά απόψε την τιμητική τους είχαν τα όπλα. Τα είπα όλα;
Όχι, φυσικά.
Ελπίζω να ειμαι περισσοτερο συνεπής αυτη τη φορά και η επόμενη ανάρτηση να μη χρειαστεί άλλους τόσους μήνες. Ετσι, αφήνω και κατι για "του χρόνου", ευχόμενος σε όλο τον κόσμο να έχει υγεία, παιδεία, υπομονή και μνήμη, ετσι ωστε η ζωή μας να μην γίνει ποτέ "ένα πιστόλι δρόμος"
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)