Ένας απο τους σημαντικότερους άγγλους συνθέτες του 16ου-17ου αιώνα είναι ο John Dowland (1563-1626). Η γνωριμία μας έγινε εκεί γύρω στις αρχές των '90, μέσω του πολύ καλού περιοδικού Classic CD (που μάλλον έχει σταματήσει πια -?) και του εξαιρετικά κατατοπιστικού του ψηφιακού δίσκου. Μου έκανε εντύπωση η μελαγχολία που έβγαινε απο το συγκεκριμένο κομμάτι - δεν θυμάμαι ποιο ήταν και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία να το ψάξω αυτή τη στιγμή-, μελαγχολία που δεν ήταν απλά μια ηχητική συνοδεία κάποιας "απώλειας", αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, κάτι έξω απο αυτά που μπορεί κανείς να συλλάβει χρησιμοποιώντας απλώς τις αισθήσεις του, όση εμπιστοσύνη και να είχε σε αυτές. Λίγους μήνες μετά αισθάνθηκα πολύ άσχημα, διαπιστώνοντας πως είχα κι άλλα έργα του σε κάποιο άλλο cd της Ναξος, απλά δεν είχα μπει στον κόπο να "την ψάξω". Είναι τελικά εκπληκτικό το πως μπορεί μια μουσική που γράφτηκε πριν απο εκατοντάδες χρόνια να παρασύρει σκέψεις, όνειρα, φόβους, ελπίδες σε ένα χορό δίχως αρχή και τέλος, όπως αυτόν που κάνουν τα φθινοπωρινά φύλλα μόλις αρχίσει να φυσά ο λίγο πριν τη βροχή άνεμος. Την ίδια βροχή που θα τα ξαναρίξει κάτω, ποδοπατώντας τα και βάζοντάς τα στην οριστική διαδικασία της σήψης.
Μετά απο αρκετά χρόνια και με συνεχώς καινούργιες μουσικές γνωριμίες στο μυαλό μου, δεν θα μπορούσα να αφήσω να μου "ξεφύγει" αυτή η μουσική μαγεία που ξεπηδά απο το έργο του Dowland. Ας ακούσουμε λοιπόν ένα απο τα πλέον γνωστά τραγούδια του, με την εξαιρετική ερμηνεία του Andreas Scholl - έχουμε ήδη γνωριστεί εδω και αρκετές αναρτήσεις- το "Flow my Tears". Σύμφωνα με διάφορες πηγές, εχει γραφτεί αρχικά ως ορχηστρικό με τίτλο Lachrymae Pavane. Οι στίχοι προστέθηκαν αργότερα. Πιθανόν η εκτέλεση που παρακολουθούμε εδω να είναι λίγο πιο 'αυθεντική' μια και είναι φωνή και λαούτο. Απλά.
Flow my Tears
Flow, my tears, fall from your springs!
Exiled for ever, let me mourn;
Where night's black bird her sad infamy sings,
There let me live forlorn.
Down vain lights, shine you no more!
No nights are dark enough for those
That in despair their lost fortunes deplore.
Light doth but shame disclose.
Never may my woes be relieved,
Since pity is fled;
And tears and sighs and groans my weary days
Of all joys have deprived.
From the highest spire of contentment
My fortune is thrown;
And fear and grief and pain for my deserts
Are my hopes, since hope is gone.
Hark! you shadows that in darkness dwell,
Learn to contemn light
Happy, happy they that in hell
Feel not the world's despite
Μεγαλείο..
Ναι, το είχαν κάψει οι γερμανοί, οι γνωστοί πλιατσικολόγοι της ορεινής μεραρχίας Edelweiss και το συγκεκριμένο χωριό ήταν αυτό με τα περισσότερα κατεστραμμένα - ολοκληρωτικά- σπίτια. Μαζί είχαν εξοντώσει και κάμποσες ψυχές, μάρτυρας η κατοπινή στήλη μνημείο στην είσοδο του χωριού. Κι εδώ θυμάμαι οχι μόνο τον πατέρα μου, αλλά και τη γιαγιά μου να περιγράφει και να ξαναπεριγράφει την ιστορία του ναζί που πέταξε το βρέφος ψηλά και το κάρφωσε στο όπλο. Ναι, υπάρχει κι αυτό το θύμα στον πέτρινο κατάλογο..
Θυμάμαι αρκετά απογεύματα, εκεί στην πλατεία, ανάμεσα απο την εκκλησία και το σχολείο και τα δυο τεράστια πλατάνια, να περνάω ανέμελα μερικές απο τις μέρες των καλοκαιρινών μου διακοπών - του δημοτικού, με πλαστικές φτηνές μπάλες να παίζω με άλλα παιδιά ή να πηγαίνουμε εκδρομες με παρέες των γονιών μου σε υπέροχα μέρη πάνω απο το χωριό.
Και πάντα, πριν φτάσουμε ή αφού είχαμε ήδη φύγει.. "δεν μου έδειξες το σπίτι, πατέρα. Που ήταν το σπίτι μας, πατέρα;". Κι όλο κάποια άλλη κουβέντα, κάποια συζήτηση - ήταν και αρκετά δύσβατος ο δρόμος, 2μιση ώρες απο τα Γιάννενα με λεωφορείο άγονης γραμμής. Ξέρετε πόσο ενδιαφέρουσα είναι μια διαδρομή με ένα τέτοιο όχημα; Να εδω ο Λάκμος, να εκεί το ενα γεφύρι, εδω το άλλο ποτάμι, εκεί πέρα πήγαινε ο παππούς και έκοβε ξύλα και κει πέρα η Γκαμήλα.
Βέβαια, μεγαλώνοντας, έκανα και κάποιες περίεργες σκέψεις, του στιλ: "Δεν θέλει ο πατέρας μου να στενοχωρηθώ που θα δω χαλάσματα, αλλά κάποτε, θα.. το φτιάξω, και έστω για λίγες μέρες το χρόνο, θάρχομαι και θάχω κι ένα τζάκι να ... Ασε που δεν θα χρειάζεται να μένω και στο τουριστικό περίπτερο",
Χμμ..Ναι, το περίπτερο. Και όχι μόνο. Κάτι μου χτυπούσε καμπανάκι. Κάτι δεν πήγαινε καλά.Τα χρόνια πέρασαν με φυσιολογικούς ρυθμούς, αλλά με γεγονότα που έβγαλαν όλες αυτές τις επιθυμίες-στόχους-ανησυχίες απο τη σωστή σειρά.
Το έχω ξαναγράψει πως τα φοιτητικά μου χρόνια με απομάκρυναν πάρα πολύ από αρκετά σημαντικά πράγματα στη ζωή μου, ίσως επειδή είχα απο μικρός μια υπερβολική δόση τους που μάλλον με απωθούσε παρά με έλκυε.
Ο πατέρας μου, παρ΄όλα αυτα, πάντα πιστός στην έννοια "χωριό". Σταθερά συνδρομητής στην εφημερίδα του χωριού, να μαθαίνει νέα για ένα μέρος που του ήταν τόσο οικείο, αλλά και τόσο - όπως αποδεικνυεται μέρα με τη μέρα, και μακάρι να βγω κάποτε ψεύτης - ξένο. Να στέλνει (κρυφά απο τη μητέρα μου) χρήματα που και που, τώρα θα με γελάσω, για την εκκλησία, δεν θυμάμαι, όχι δεν θυμάμαι.. Και με κάθε ευκαιρία, "πάμε στο χωριό;". Αλλά τώρα, για λίγες ώρες, έτσι, να πιούμε λίγο απο το υπέροχο νερό και ίσα ίσα να δει κάποια πρόσωπα, κάποιους λίγους φίλους και να μάθει ποιοι έφυγαν και ποιοι δεν γύρισαν. Σπιτι όμως, πουθενά.
Ακόμη και πριν απο μερικά χρόνια που πήγαμε, πάλι μου "ξέφυγε". "Ελα μωρε τώρα, θα 'μενες εδώ;"Να με πάρει ο διάολος, όμως, εντάξει ίσως να μην έμενα εκεί, αλλά είχα ήδη παρατηρήσει πως κάποιοι άλλοι αρχίζαν και χτίζαν, επισκεύαζαν και όπως είναι νόμος στα χωριά, επέκτειναν και την περιουσία τους.
Και συνεχίσαμε να πηγαίνουμε (Και δεν κάνω πλάκα, είναι 1:45 βράδι, αν πάρω τηλέφωνο στο σπίτι και του πώ "πάμε αύριο στο χωριό?", θα μου πεί "παμε τώρα!"). Και κάθε φορά, τα ίδια.Πες πως είναι γονίδια, πες δεν ξέρω τι, είναι λίγα χρόνια τώρα που μου κόλλησε το μικρόβιο. Πριν απο κανα χρόνο, ναι, τον Οκτώβρη ήταν, είχα συνάντηση στο πανεπιστήμιο με τον επιβλέποντά μου στις 5. Η ωρα ήταν 2, δεν πεινούσα και ο δρόμος είναι πολύ καλός πια - το ξέχασα αυτό, και σε μισή ώρα είμαι έξω απο το τουριστικό περίπτερο. Αισθάνθηκα περίεργα. Μόνος μου. Χωρίς τους γονείς μου. Ειχα ξαναπάει πριν 7-8 χρόνια με τη γυναίκα μου και καθήσαμε για 1 ωρα. Όμως τώρα ήμουν μόνος μου. Και το τζάκι? Οι τοίχοι με την ξύλινη επένδυση που είχα φανταστεί; Έφυγα πολύ μπερδεμένος.
Ίσως επειδή είχα μάθει πριν απο λίγο καιρό την ιστορία του σπιτιού και πως λειτουργούν πολλές φορές οι νόμοι στα χωριά. Πέρα απο φιλίες, πέρα απο λόγους, πέρα απο ηθική.
Το καλοκαίρι πριν απο ενα μήνα περιπου, βρέθηκα στο χωριό. Δεν σκόπευα να είμαι εκεί. Απλά, ήθελα τη μέρα της γιορτής μου να μην είμαι σπίτι, ήθελα να είμαι κάπου αλλού-οπουδήποτε και μια και η σύζυγός μου δεν μπορούσε να έρθει, ξεκίνησα μόνος μου για ένα ταξιδάκι 10 ωρών μαζί βάζω και την επιστροφή. Τρέλα ε?
Αν και η μεγαλύτερη τρέλα ήταν που έφυγα έχοντας μόνο 2 cd στο αυτοκινητο. Το ένα απο αυτά με αγγλικά τραγούδια του 17ου αιώνα...Δεν κατάλαβα καλά καλά πως βρέθηκα στην πλατεία ανάμεσα απο την εκκλησία και το σχολείο. Απόγευμα, 5 η ώρα, ελάχιστοι στα δρομάκια και μάλιστα όχι ελληνική γλώσσα, ο παππούς μου θα τα καταλάβαινε. Περιπλάνησα αρκετή ώρα το βλέμμα μου γύρω στις λεπτομέρειες που ξεπηδούσαν απο αυτό το οικείο περιβάλλον των παιδικών μου αναμνήσεων.
Και επειδή έχω τη μανία του εκπαιδευτικού (περισσότερο απ' όσο περίμενα) άρχισα να παρατηρώ το δημοτικό.
Ομολογώ πως ήμουν πολύ χαλαρός. Αρχισαν πάλι να μου έρχονται κι εκείνες οι εικόνες - φαντασίας με το τζάκι στο μικρό σπίτι και με το συνεχή γλυκό ήχο των τρεχούμενων νερών. Μην το σκέφτεσαι πια, τέλος είπαμε.
Το δημοτικό. Με τη σκάλα του, την πινακίδα του, τη σκεπή του, το σπασμένο παράθυρο ... και σε ενα παράθυρο, ανάμεσα στο τζάμι και στην κουρτίνα, ενα μεγαλειώδες θέαμα, που με έκανε να μην καταλάβω αν ο γεράκος που πέρασε και με καλησπέρησε πριν χαθεί δεν είδα που, αν με είπε με το όνομά μου ή του πατέρα μου.
Και τελικά, το μυαλό μας ή καλύτερα η μνήμη μας ή τέλος πάντων αυτό που κρύβεται ανάμεσα απο τα αυτιά μας και πίσω απο τα μάτια μας, ειναι αυτό που κανείς δεν μπορεί να κλέψει, ίσως γιατι δεν μετριέται σε τετραγωνικά - αυτά ειναι για αρχιτεκτονες και τοπογράφους. Ίσως αυτό να αναζητεί και ο πατέρας μου κάθε φορά που βρίσκεται εκεί. Τις αναμνήσεις της παιδικής του ζωής και τον ήχο των κρυστάλλινων νερών τη νύχτα
Τώρα βέβαια εμπλουτίζω κι εγώ τις δικές μου.. Δεν βλέπεις κάθε μέρα την υδρόγειο σε τέτοια θέση, έτσι δεν ειναι;
5 σχόλια:
Είναι απλό, το λες ουσιαστικά και εσύ: μια μουσική που γράφτηκε πριν απο εκατοντάδες χρόνια ξεκινώντας από "σκέψεις, όνειρα, φόβους, ελπίδες σε ένα χορό δίχως αρχή και τέλος, όπως αυτόν που κάνουν τα φθινοπωρινά φύλλα μόλις αρχίσει να φυσά ο λίγο πριν τη βροχή άνεμος", αυτή η μουσική μπορεί να σε παρασύρει και σήμερα απομακρύνοντας οσυιαστικά την διαδικασία της σήψης.
Όσο για το χωριό και το σπίτι, σου λέω μόνον ότι διάβαζα και μύριζα και έβλεπα το χωριό του παππού μου στην Πίνδο... Και μια παρέα παιδιών από το μοναδικό μου καλοκαίρι εκεί...
Εξαιρετικο το τραγουδι.
Βλεπω μενεις στην Κερκυρα.
Αρχιζω να σε παρακολουθω.
Εχουμε και ενα κοινο φιλο.
@Λάμπρο: Μερικά πράγματα, όπως ο καλοκαιρινός ήλιος των παιδικών μας διακοπών "στο χωριό", η πρώτη καλοκαιρινή μπόρα και η αμέσως μετα απο αυτήν μυρωδιά, και 2-3 πράγματα ακόμη, δεν λησμονιούνται ποτε... Χαίρομαι που σου τα (ξανα)θύμησα!!!
@Τροβαδούρο: Εξαιρετικό το μπλογκ σου. Ήμουν στον αμπελώνα την περασμενη βδομάδα, είδα όμως μόνο τους Underwater Chess - πολύ καλοι!- μια και την άλλη μέρα εξέταζα μετεξεταστέους στο σχολείο, άρα δεν έπρεπε να αργήσω. Και ήμουν με τον αδερφό μου και με τον Χυτήρη/μετα της συζύγου του (τον Σπύρο μάλλον εννοεις ως κοινό φίλο).
Πιθανόν να γνωριζόμαστε κιόλας ή καλύτερα "κιόλις"-για να ΄μαι στο "πνεύμα" σου.
Σε κάθε περίπτωση, νάσαι καλά!
@Sotiris: Μια χαρά τζάκι φτιάξατε! Με κάθε ανάρτησή σας η φωτιά αναζωπυρώνεται!
Θερμούς Χαιρετισμούς!
@Lapsus: Σ ευχαριστώ!
Δημοσίευση σχολίου