Ήταν υπόσχεση που δεν σήκωνε
συζητήσεις ή παρεξηγήσεις: «Όταν περάσεις στο πανεπιστήμιο, θα σου αγοράσω
στερεοφωνικό». Δεν ήταν κανενός είδους καλόπιασμα ή πρόκληση, μια και είμαι
σίγουρος πως ακόμη κι αν δεν τα είχα καταφέρει εκείνη τη χρονιά, πάλι ο πατέρας
μου θα είχε κάνει την κίνηση. Περισσότερο ήθελε να με κάνει να χαρώ μετά από τα
τόσα χρόνια μελέτης, προετοιμασίας κούρασης και ταλαιπωρίας, εκείνα τα χρόνια. Άλλωστε, εμείς
που ζούσαμε στην Κέρκυρα, έπρεπε για περίπου 10 μέρες να μείνουμε σε ξενοδοχείο
στα αγαπημένα μου Γιάννενα, μια και το εξεταστικό κέντρο ήταν εκεί. Η προτελευταία
χρονιά του εξεταστικού συστήματος που ίσχυε τότε. Είχε ζήσει λοιπόν ο κύριος
Φάνης όλη την αγωνία και το άγχος του υποψήφιου γιου του, και παρά λίγο να το
πληρώσει ακριβά, σε συνδυασμό με τη μανία του για το κάπνισμα -Άρωμα Φίλτρο.
Όλα αυτά όμως τα των εξετάσεων εκείνου του καλοκαιριού τα έχω συγκεντρώσει στο
μυαλό μου για μια άλλη, μελλοντική μας συνάντηση εδώ.
Τέλειωσαν οι εξετάσεις, έδωσα και
σχέδιο (και ευτυχώς δεν πέρασα αρχιτεκτονική) και ήρθε η περίοδος της αναμονής.
Μερικές μέρες στην Αθήνα, έτσι για βόλτα, στον αγαπημένο μου θείο, τον αδελφό
της μητέρας μου, που πολλές φορές στη ζωή μου έπαιξε και το ρόλο του πατέρα, δεύτερου
ή πρώτου δεν το ξεχωρίζω και κάποιο βράδυ, το τρίτο, τέταρτο που ήμουν εκεί, η
φωνή της μητέρας μου 2:30 τα ξημερώματα από το τηλέφωνο «έλα γρήγορα σπίτι, ο
πατέρας σου έπαθε έμφραγμα». Μέσα σε δυο ώρες, εισιτήρια και πράγματα και στο Ελληνικό για την πτήση των 5:30 και στις 7:00 στο νοσοκομείο.
Οι μέρες στο πλάι του πατέρα μου,
βασανιστικές. Από τη μια η στενοχώρια για αυτό που μας είχε βρει – η ζωή μας θα
άλλαζε, όπως είχαν πει οι γιατροί, και έτσι έγινε – από την άλλη η «αγωνία» για
τα αποτελέσματα, είχαν σαν συνέπεια να μη θυμάμαι τίποτε απολύτως από κείνο το
διάστημα του ενάμιση μήνα που πέρασε μέχρι τελικά στις 17 Οκτωβρίου να
ακούσουμε τα ονόματα από το ραδιόφωνο (όπως γινόταν τότε). Μα, απολύτως τίποτε,
πέρα από τη μυρωδιά του νοσοκομείου. Α, ψέματα, την ίδια μέρα, πήγα και αγόρασα
με το χαρτζιλίκι που μου άφησε η γιαγιά μου, τα «Νέγρικα» του Μάνου Λοΐζου με
τη μοναδική ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη.
Φυσικά, η παλιά υπόσχεση δεν είχε
πλέον καμία θέση στο μυαλό μου, μ ένοιαζε μόνο να είναι ο πατέρας μου καλά. Έτσι,
μετά από λίγες μέρες, πήγα στα Γιάννενα (ξανά), γράφτηκα στο πανεπιστήμιο και
με τη βοήθεια του θείου μου που πήρε άδεια ειδικά για να πάμε μαζί, για σπίτι,
έπιπλα, και οτιδήποτε για να μην αισθανθώ σε καμία περίπτωση ότι
ήμουν μόνος μου. Παράκληση και επιθυμία του πατέρα μου. Θα μου πεις, καλά είσαι
σοβαρός?, σήμερα τα παιδιά πάνε μόνα τους να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα, ναι αλλά
υπενθυμίζω ότι ήταν 1978, ήμουν συνεχώς στενοχωρημένος για τον πατέρα μου και
τα Γιάννενα δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση με το σήμερα, ήταν τα Γιάννενα του
Θεόδωρου Αγγελόπουλου.
Που να φανταζόμουν τότε ότι η
περιπλάνηση μου στη πανεπιστημιακή γνώση θα ολοκληρωνόταν τελικά το καλοκαίρι
που μας πέρασε, 36 χρόνια μετά…
Κατά τον Δεκέμβρη, λίγο πριν τις
γιορτές, ήρθε η μητέρα μου για μια μέρα. Τότε, ερχόταν συνεργείο της ΕΡΑ από
την Κέρκυρα στα Γιάννενα, για τις αναμεταδόσεις των αγώνων του ΠΑΣ. Έτσι, σε
μια από αυτές τις φορές, οι συνάδελφοι του πατέρα μου έφεραν Σάββατο πρωί την
μητέρα μου μαζί, αφού έδωσε το σχετικό ΟΚ ο γιατρός του πατέρα μου.
Περνώντας εκείνο το πρωί από την
28ης Οκτωβρίου μπροστά από μια βιτρίνα με στερεοφωνικά, η μητέρα μου
γύρισε και μου 'πε: «ξέρεις πόσο στενοχωριέται ο πατέρας σου που δεν τήρησε
την υπόσχεσή του;». Είναι μια φράση που όποτε τη φέρνω στο μυαλό μου
δακρύζω, όπως και εκείνη τη στιγμή. «Δεν πειράζει ρε μάνα, δεν πειράζει». Η μάνα
μου πάντα πολύ αποφασιστική και αυθόρμητη, μου είπε ότι μπορούσαμε να πάρουμε κάτι
φτηνό και με δόσεις, ενώ μου θύμισε κάποια λίγα χρήματα που μου είχαν στο ταμιευτήριο
(μου έβαζαν λίγα λίγα από το δημοτικό και δεν τα πείραζα)
Όπως και έγινε…Κάτι φτηνό, όχι
όμως κακό. Από έναν αδελφικό φίλο του πατέρα μου στα Γιάννενα (να 'ναι καλά
εκεί ψηλά), ένας μικρός ενισχυτής 2x20, ένα πικάπ, ένα ζευγάρι ηχεία και ένα
πολύ μικρό (σαν μικρό σκάνερ) ντεκ κασέτας, όλα φιλιπς. Είχαν πάει, με χρήματα
της εποχής, γύρω στις 25000 δραχμές (το νοίκι σε γκαρσονιέρα ήταν 5000) δηλαδή
5 νοίκια. Όλο το ποσό του ταμιευτηρίου και 3 δόσεις. Το καλύτερο ηχοσύστημα του
κόσμου.
Όλα ζουν ακόμη, εκτός από το ντεκ.
Λίγες μέρες μετά, ήταν οι
διακοπές των Χριστουγέννων. Θα άφηνα το στέρεο στα Γιάννενα; Όχι βέβαια. Ακόμη δεν είχα ακούσει
τίποτε μια και λίγους δίσκους που είχα, τους είχα στην Κέρκυρα. Αφού τα καμάρωσα
στο δωμάτιο, τα ξαναέβαλα στα κουτιά και μετά από δυο μέρες, τα φόρτωσα σε ένα
ταξί, να πάμε στο πρακτορείο και να τα φορτώσω εκεί στο ΚΤΕΛ για Ηγουμενίτσα.
Μια ώρα, δυο ώρες, ψιλοβρόχι και φτάνουμε. Στο ΚΤΕΛ της Ηγουμενίτσας, με έναν
από τις δυο χαρακτηριστικές φιγούρες με τα κάρα, που είχαν αναλάβει για πολλά
χρόνια τη μεταφορά των πραγμάτων και των βαλιτσών από το λιμάνι στο ΚΤΕΛ κι ανάποδα,
κουβαλώ τα κουτιά (και 2 σακβουαγιάζ) στο λιμάνι, όπου διαπιστώνω την ατυχία να
ζεις σε νησί. Απαγορευτικό. Και τώρα?
Χωρίς κανένα γνωστό, με δυο
σακβουαγιάζ και τέσσερις μεγάλες κούτες στο λιμάνι, με τη βροχή να δυναμώνει και τη νύχτα να έχει πέσει. Σιγά
σιγά, όλοι άρχισαν να συνειδητοποιούν πως έπρεπε να βρουν κατάλυμα, άλλοι σε
κάποιο από τα (λίγα) ξενοδοχεία που είχε τότε η Ηγουμενίτσα και άλλοι σε
κάποιους που πολύ γρήγορα είναι η αλήθεια εμφανίστηκαν να προσφέρουν επ’ αμοιβή
κάποιο δωμάτιο. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (πρέπει αν ήταν γύρω στα 70-75, μα
έδειχναν μεγαλύτεροι) με ρώτησε κι εμένα αν ήθελα δωμάτιο, ρώτησα την τιμή, μου
φάνηκε πολύ χαμηλή για την ταλαιπωρία εκείνης της βραδιάς και δέχτηκα. Ευτυχώς
οι άνθρωποι έμεναν δίπλα σχεδόν, σε ένα στενό απ όπου φαινόταν τα φεριμπότ. Κουβάλησα
τα πράγματα λίγα λίγα μόνος μου ενώ η ηλικιωμένη κυρία, πρόσεχε αυτά που δεν
μπορούσα να μεταφέρω κάθε φορά. Είναι αλήθεια πως αισθάνθηκα πολύ άσχημα και
εκείνη τη στιγμή, με την εικόνα αυτή, αλλά και μετά από χρόνια, όποτε τη θυμάμαι.
Και πάντα σκέφτομαι πως μέσα στη βλακεία που έδερνε τα 18 – 19 μου χρόνια τότε,
δεν αναζήτησα ποτέ αυτούς τους καλούς ανθρώπους. Μου έφτιαξαν και ελληνικό καφέ
το άλλο πρωί, πλήρωσα, αποχαιρέτησα, ευχαρίστησα και τελικά, 8 η ώρα να ‘μαι
έξω από το διαμέρισμα του 2ου ορόφου, μπροστά στους γονείς μου.
..και 9 όλα στημένα, έστω
πρόχειρα, αναμμένη σόμπα για να έρθει και ο πατέρας μου να χαρεί μαζί μου. Καμιά
δεκαριά βινύλια, αγορασμένα με το κρυφό όνειρο της περασμένης χρονιάς και
μερικές, περισσότερες κασέτες. Σαββόπουλος, Θεοδωράκης, Χάλαρης, δηλαδή κυρίως
ελληνικά. Μια κασέτα είχε και το ντεκ σαν «κασέτα αναφοράς» που ήταν μια
εντυπωσιακή επίτηδες ηχογράφηση από κάποιο γερμανικό σόου, με άφθονο «έκο» ώστε
να σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό και να λες «τι συγκροτηματάρα έχω». Εμπορικά
κόλπα.
Πολύ σύντομα, ζήτησα τη συνδρομή
μερικών τότε καλών μου φίλων και ναι, ήρθαν σπίτι με μερικά από τα βινύλιά τους
(να δουν πως παίζουν στο δικό μου), αλλά με εντελώς αλλιώτικα γούστα από τα
δικά μου, κυρίως ντίσκο της εποχής. Μέσα σ’ όλα όμως, το «μπεστ» των Simon & Garfunkel. Ε, ναι ρε γαμώ το, αυτό θα το
‘γραφα ολόκληρο! Από τα άλλα, έκανα μια επιλογή σε μια απλή Maxell, για να μην προσβάλλω τους φίλους
και τα απογεύματα ήταν αφιερωμένα στην ακρόαση.
Πέρασαν από τότε όλα αυτά τα
χρόνια, στις αρχές του 90 έγινε η πρώτη αλλαγή και γύρω στο 2008 άρχισε η τελευταία
πράξη των χαιφιντελίστικών μου αγορών που ολοκληρώθηκε με μια επεισοδιακή αγορά
ηχείων. Δεν νομίζω ότι θα αλλάξω πια αυτό που έχω τώρα, υπάρχουν πολύ πιο
σοβαρά πράγματα στη ζωή και σε τελική ανάλυση αξία έχει η μουσική όταν τη
μοιράζεσαι με όποιο τρόπο μπορείς. Ακούω συνήθως μόνος μου και αν κάτι αξίζει,
τα ίδια συναισθήματα θα σου δώσει είτε είναι από ηχοσύστημα χιλιάδων είτε από
απλό σύστημα ΗΥ με γουφεράκι. Πάντα η διαδικασία «άνοιξε τον ενισχυτή, να
ζεσταθεί, να βάλω κι ένα καφέ ή ένα τσάι και να καθίσω απέναντι από τα ηχεία»
όπως να το κάνουμε, με φέρνει ξανά σε γνώριμες διαδρομές, αλλά δεν είναι πια η αρχή
και το τέλος των πάντων.
Θυμάμαι, για το μπεστ των Simon & Garfunkel είχα
αφιερώσει μια άγραφη 60αρα Philips,
χρωμίου, που πρέπει να την είχα αγοράσει από το ίδιο μαγαζί (ή μήπως μου την
είχαν κάνει δώρο?). Στο μπεστ λοιπόν αυτό υπήρχε κι ένα κομμάτι που ο 30λεπτος
χρονικός περιορισμός της πλευράς, το έκοβε στη μέση. Το κομμάτι ήταν το America. Για λόγο που δεν
θυμάμαι, δεν το είχα συνεχίσει και στη δεύτερη, νομίζω πως βιαζόταν ο φίλος να
πάρει το δίσκο του, έτσι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τέτοια διευθέτηση ώστε να
είναι όλα άψογα. Πάμε στην άλλη πλευρά, να το Cecilia, δεν μου πολυάρεσε, και κατόπιν,
τι να γράψουμε απ όλα αυτά που φέρατε, «α, από το μπεστ των Bee Gees, μερικά κομμάτια». Και
εδώ, ένα κομμάτι, το καλύτερο όμως, θυσιάστηκε: το αριστούργημα New York Mining Disaster 1941 (ήταν μπεστ από
τα πρώτα άλμπουμ)
"America"
Let us be lovers,
We'll marry our fortunes together.
I've got some real estate
Here in my bag.
So we bought a pack of cigarettes,
And Mrs. Wagner's pies,
And walked off
To look for America.
"Kathy", I said,
As we boarded a Greyhound in Pittsburgh,
Michigan seems like a dream to me now.
It took me four days
To hitch-hike from Saginaw.
"I've come to look for America."
Laughing on the bus,
Playing games with the faces,
She said the man in the gabardine suit
Was a spy.
I said, "Be careful,
His bow tie is really a camera."
"Toss me a cigarette,
I think there's one in my raincoat."
We smoked the last one
An hour ago.
So I looked at the scenery,
She read her magazine;
And the moon rose over an open field.
"Kathy, I'm lost", I said,
Though I know she was sleeping.
"I'm empty and aching and
I don't know why."
Counting the cars
On the New
Jersey Turnpike
The've all come
To look for America,
All come to look for America,
All come to look for America.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80, η
σειρά nice price μου έδωσε τη δυνατότητα να αγοράσω κάποια άλμπουμ που δεν τα
είχα προτεραιότητα, είτε γιατί τα είχα χιλιοακούσει σε κασέτες είτε γιατί
άκουγα άλλα πράγματα εκείνη την εποχή. Ένα από αυτά, ακριβώς αυτό το Greatest Hits (ναι, τα βρήκα όλα, αλλά
προτίμησα αυτό, μια και πλέον δεν θα χρειαζόταν να φύγει από το σπίτι).
Περιττό να πω πως όταν έφτασε το
Αμέρικα, περίμενα τη στιγμή που θα κοβόταν στη μέση… ήταν τέτοια η δύναμη της
συνήθειας των ακουσμάτων ολόκληρης εκείνης της δεκαετίας που πραγματικά
σοκαρίστηκα όταν –όπως ήταν φυσιολογικό- το κομμάτι έπαιξε ολόκληρο. Σαν να
επέστρεψε ένας παλιός χαμένος φίλος, σαν ένα τηλεφώνημα τα ξημερώματα, σαν δυο γέρικες
φιγούρες που σου προσφέρουν κατάλυμα, σαν τόσα χρόνια που έφυγαν και δεν
ξανάρχονται.
Καμιά ερώτηση;
Α! Τι απέγινε εκείνο το
ηχοσύστημα; Ποιος ακούει από κει τώρα?
Ε, δεν το έχετε μαντέψει; Αυτοί
που το είχαν υποσχεθεί από τότε. Βέβαια, ακούνε ηπειρώτικα όλη την ώρα - γεροί
να είναι, αλλά καιρός δεν ήταν να το χαρούν κι αυτοί;