6/2/10

ΣΑΝ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ...


Αχ, εκείνη η μεγάλη Παρασκευή. Τίποτε δεν έδειχνε πως θα ήταν κάτι το ξεχωριστό. Όπως πάντα, από νωρίς το μεσημέρι, πολύς κόσμος - κυρίως επισκέπτες, ξεκινούσαν το καθιερωμένο μποτιλιάρισμα στους δρόμους της πόλης προκειμένου να δουν όσο γίνεται περισσότερους επιτάφιους. Παρκαρίσματα σε πεζοδρόμια, διαβάσεις, ράμπες για αμεα, δηλ. ότι κάνει ένας καλός και ευσεβής πιστός. Το αποκορύφωμα φυσικά, ο τελευταίος επιτάφιος, ο μετά τις 10 το βράδυ
Ομολογώ πως δεν είχα και ιδιαίτερη διάθεση να κατέβω, για τους δικούς μου λόγους και το ίδιο σκεφτόταν αν θυμάμαι καλά και η σύζυγός μου. Όλη αυτή η επιτηδευμένη φασαρία είχε αρχίσει να με ενοχλεί. Το μόνο ίσως που μου άρεσε, ίσως πάντα γιατί μου θύμιζε παιδικά χρόνια, ήταν μια μυρωδιά στην ατμόσφαιρα. Μυρωδιά που μόνο εκείνες οι μέρες φέρνουν. Να ναι από τα λουλούδια που νιώθουν την άνοιξη, να είναι από τις εκκλησίες που κάνουν "υπερωρίες", να ναι ιδέα μου? Δεν ξέρω, πάντως είναι μια μοναδική μυρωδιά που με κάνει να αισθάνομαι νοσταλγία αλλά και να έχω πολύ καλή διάθεση.
Κάτι όμως, κάτι πολύ γνώριμο, ερχόταν να "χαλάσει" αυτή την ατμόσφαιρα. Πριν από μερικές εβδομάδες κιόλας μια από τις γάτες μας που κυκλοφορούσαν στον κήπο και η μοναδική μη στειρωμένη, μας είχε προσφέρει πέντε διαβολάκια, που ήδη είχαν ξεφύγει από το υπόγειο και είχαν βρει καταφύγιο σε πιο άνετο χώρο, όπου μας χάριζαν άφθονο γέλιο με τις κουταμάρες τους, πρόσχαροι συνεχιστές της γατικής παράδοσης.
Αλλά.. μια στιγμή! Αυτά τα αδύναμα νιαουρίσματα δεν ήταν δικά τους. Προέρχονταν από κάπου αλλού. Μετά από αρκετή ώρα, αποφασίσαμε να εντοπίσουμε το μικρό. Ψάξαμε στον κήπο, τίποτε. Τα νιαουρίσματα σταματούσαν περιοδικά. Η πρώτη σκέψη που κάναμε ήταν πως κάποιος, ξέροντας πως στο σπίτι υπάρχουν γάτες, μας πέταξε κάποιο με το σκεπτικό πως θα το φροντίσουμε. Πολύ ευφυές και πολύ ανήθικο.
Συνεχίζοντας, τάχα μου να κοιτάω τον κόσμο που πήγαινε στους εδώ και εκεί επιτάφιους, διαπίστωσα κάποια στιγμή πως ένα μικρό κουτάκι, λίγο μεγαλύτερο από κουτί παπουτσιών, ήταν αφημένο στον διπλανό κήπο. Και από εκεί, έβγαινε αυτή η ξεψυχισμένη φωνούλα.
Περίμενα υπομονετικά μέχρι να σουρουπώσει και όταν ο δρόμος κάπως άδειασε απο κόσμο, πέρασα στο διπλανό κήπο, που την εποχή εκείνη - να το σημειώσω - δεν έμενε κανείς Αυτός που είχε αφήσει το κουτί, είχε κάνει απλά λάθος.
Άρπαξα το κουτί, δεν κοίταξα καθόλου μέσα και το έφερα στο σπίτι. Να με πάρει η οργή! Ήταν τέσσερα γατουλίνια μέσα σε μια πετσετούλα -με σχέδια παρακαλώ - και μόνο το ένα φώναζε, ενα ασχημούλι μίζερο μαύρο. Ενα αλλο ακόμη μαύρο και δυο ασπρόμαυρα. Στα ματια, τα τρια ειχαν κάτι σαν "κόλλα", μια μόλυνση που συναντάται στα γατάκια και το τέταρτο τα είχε ανοιχτά, αλλά μια και ήταν ακομη μπλε, έβλεπε σκιές γιατι κουνούσε το κεφαλάκι αριστερά δεξιά με περιέργεια. Ήταν και ο μόνος που δεν νιαούρισε ΄΄οταν τον σήκωσα. Μωρε, τι κεφάλα ήταν αυτή! Λες και αυτές τις λίγες μέρες (6 - 7 ?) που το τάισε η μαμα-γατα, ήταν αυτός που έτρωγε και το περισσότερο. Και αυτή η μαύρη κηλιδούλα στη μύτη, σαν ελίτσα!
Αυθόρμητα, μου ξέφυγε η φράση "μωρε τι μπούμπος είναι αυτός!"
Τις επόμενες μέρες τα άλλα γατιά, άρχισαν και φεύγαν ενα ενα. Μου το είπε άλλωστε και ο καλός μας κτηνίατρος πως είναι πολύ δύσκολο σε αυτή την ηλικία να τα σώσεις. Τελευταίος, έμεινε ο μπούμπος. Το είχα βάλει όμως πείσμα πια, αλλά κι αυτός ο διαβολάκος ήταν πολύ δύσκολος στο φαγητό. Κάποιο μεσημέρι, αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να τον βγάλουμε έξω στον κήπο μια και δεν είχε νόημα πια καμμιά προσπάθεια. Ξαφνικά, το ασπρόμαυρο αυτό τερατάκι άρχισε να ξαπλώνει και να κάνει κάποια κολπάκια που αργήσαμε να καταλάβουμε πως ήταν ...τουμπίτσες. Τον αφήσαμε λοιπόν όλο το μεσημέρι εκεί, θεωρώντας πως έχει λίγες ωρες ακόμη και είπαμε να χαρεί τουλάχιστον τον ήλιο.
Μα.. αυτή η αρχέγονη πηγή ενεργειας μας έφερε αντιμέτωπους το ίδιο απόγευμα με ένα γατί που του είχε ανοίξει η όρεξη και που σε λίγες μέρες άρχισε να συναναστρέφεται τα άλλα, τα "δικά" μας. Όχι πάντα με επιτυχία θάλεγα, μια και ήταν μικρούλης και τα άλλα, οι παλιοσειρές πλέον, το "ξυλοφορτώνανε", για να του υπενθυμίσουν ποια είναι η θέση του.
Είχε όμως απίστευτη πλάκα, βλέποντας τα άλλα να τρέχουν για φαγητό και απο πισω να τρέχει σαν βαρυφορτωμένη βαρκούλα, ο Μπούμπος με τα εμβόλιά του - φυσικά (με κεφαλαίο Μ πλέον, μια και έγινε αυτό το όνομά του - υπήρξε και η πρόταση "Παρασκευάς", ως διασωθείς γάτος και μάλιστα Παρασκευή, αλλά δεν ευδοκίμησε)
Γράφω πολλά και δεν θέλω. Με παρασέρνουν όμως οι σκέψεις.
Ας κάνουμε ενα διάλλειμμα και ας ακούσουμε την πασιγνωστη άρια "Ebben? Ne andrò lontana" απο την όπερα La Wally του Alfredo Catalani (1854-1893), αυτού του χαρισματικού συνθέτη που η φυματίωση δεν τον άφησε να χαρίσει και άλλο μουσικό πλούτο πέρα απο λίγα έργα. Πρώτη φορά άκουσα την άρια - όπως και αρκετοί άλλοι φαντάζομαι- μέσα απο την εκπληκτική Diva (1981) του Jean-Jacques Beineix, μια ταινία που είδα και ξαναείδα τα επόμενα χρόνια. Η φωνή της Wilhelmenia Fernandez καθηλώνει.



Ebben? Ne andrò lontana,
Come va l'eco della pia campana,
Là, fra la neve bianca;
Là, fra le nubi d'ôr;
Laddóve la speranza, la speranza
È rimpianto, è rimpianto, è dolor!

O della madre mia casa gioconda,
La Wally ne andrà da te, da te
Lontana assai, e forse a te,
E forse a te, non farà mai più ritorno,
Nè più la rivedrai!
Mai più, mai più!

Ne andrò sola e lontana,
Come l'eco è della pia campana,
Là, fra la neve bianca;
Ne andrò, ne andrò sola e lontana!
E fra le nubi d'ôr!

Τι να πρωτοθυμηθώ καλοί μου φίλοι;
Κάποια στιγμή, μετα απο κανα χρόνο, ήταν στα πόδια μου και τον πείραζα, όταν είπα στη γυναίκα μου που ασχολούνταν με τα άλλα, "έλα κανε του κάποιο χάδι, κοίτα πως σε κοιτάει", εκείνη είπε για πλάκα "δεν σε θέλω, ψυχοπαίδι!", τοτε, λες και κατάλαβε τι είπε ...πήγε και άρχισε τις τούμπες στα πόδια της με εκείνο το χαρακτηριστικο "πφφφρρρρρτττ", τον ήχο της αφοσίωσης και της ένδειξης χαράς!!!!
Ή μετά απο δυο μήνες που τον παρατηρήσαμε να είναι μαζεμένος και να μην περπατάει. Τον είχε χτυπήσει μάλλον μηχανάκι, μια και έβγαινε απο τον κήπο και πέρναγε άνετος το δρόμο απέναντι. Αντε δυο - δυομιση μήνες με ..λάμα στο πόδι. Και μετά..
Και κάποιο πρωινό, εξαφανισμένος. Και το επόμενο, και το μεθεπόμενο. Τον αναζητήσαμε. Πουθενά. Το τέταρτο βράδι, πήγα να κλειδώσω την εξώπορτα και μια γνωστή ασπρόμαυρη φιγούρα έκοβε βόλτες στον κήπο.
"Μπούμπο?"
"Πφφφφρρρρρρτττ"
Κωλόπαιδο.
Η γυναίκα μου δάκρυσε μόλις τον είδε. Μα τι διάολο είχαμε πάθει πια. Ειχαμε γάτο στο σπιτι, δεν θέλαμε άλλον, αλλά η χαρά μας, χαρά μας. Κάποιες ώρες όμως, κρυφά, τον αφήναμε να χαρεί τη ζέστη που ήθελε και δεν μιλάω για τη ζέστη του καλοριφέρ ή της σόμπας.
Μάλιστα, είχε βρει και εναν κώδικα:
Ανέβαινε απο το κλαδί ενός δέντρου σε ενα μπαλκόνι και απο κει έβγαινε στις σκάλες. Στην εξώπορτα ήταν πάντα ενα πορτ κλε και αυτός ο πανέξυπνος γατούλας, σηκωνόνταν στα δυο πόδια και το χτυπούσε στην πόρτα.
Ο Μπένυ έφυγε απο κοντά μας πριν απο 2 χρόνια και αυτό το διαμαντάκι σε μαυρόασπρη συσκευασία, ανέλαβε τα γατικά ηνια. Πάντα έτσι, με τις εξόδους του, με κανονικό ωράριο και πάντα να χτυπάει την πόρτα.
Πόσες δεν ήταν οι φορές που με αυτά τα χτυπήματα μας έφτιαχνε η διάθεση? Όταν ανοίγαμε, πάντα "πφφφρρρρρτ" και το απαραίτητο χάδι κάτω απο το οποίο ξαναέκανε "πφρρρρττ" και τούμπες, κλείνοντας σχεδόν λάγνα τα μάτια του -που σημειωτέον είχαν μείνει με ελάχιστα βλέφαρα - (είχε κολλήσει κι αυτός μικρός εκείνη την ασθένεια των ματιών).

Έβγαινε και αγχωνόμασταν μια και ενα προς ένα, τα άλλα αγόρια της παρέας, εκείνης της τρομερής και φοβερής πεντάδας, είχαν εγκαταλείψει τον κόσμο αυτό, άλλη στεναχώρια εκείνη...
Και κάθε πρωί, που είναι, γύρισε, γιατι δεν ήρθε, αλλά το μεσημέρι που γυρνούσαμε απο το σχολείο, "ο Μπούμπος είναι κλεισμένος στην αποθήκη, ήρθε μόλις φυγατε", η πεθερά μου. Ναι, έμπαινε μόνος του - συνήθως- και περίμενε. Και μετά, μπρος, πρώτος να μπει στο ασανσερ, να κάνει την τουμπίτσα του ήλιου και πφρρρρττ.
Κι όποιος ερχόνταν στο σπίτι, ο αδελφός μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου, σε όλους έπρεπε να πάει στην αγκαλιά σαν γνήσιος γάτος-οικοδεσπότης.
Και κάθε βράδι "τακ-κλακ-τακ" τα χτυπήματα στην πόρτα άλλοτε πολύ σιγά και αλλοτε με ένταση, είτε γιατι πεινούσε είτε γιατι τις είχε αρπάξει και είχε τσαντιστεί.
Υπάκουος, αν τον φωνάζαμε "Μπουμπούλη, κ - κ - κ - κ", μετα απο λίγο έτρεχε προς το σπίτι λες και τον είχαμε πιασει επ αυτοφώρω στην ξένοιαστη περιπλάνησή του. Kαι πάλι στον κτηνίατρο για μια φοβερή γρατσουνιά και πάλι λεβέντης αν και -μέτριος- εραστής.
Πέρυσι το Νοέμβρη με τις τρομερες καταιγίδες ήταν έξω. Πέρασαν τρεις μερες, είχε πλημμυρίσει ο τοπος και ετουτος πουθενά. Σκάσιμο, ψάξιμο ξανα και ξανα. Τον ξεγράψαμε.
Αλλά, όπως και τις άλλες φορές, μετα απο το τριήμερό του, καμαρωτός στον κήπο και ξανά "τακ-κλακ-τακ"
Τον τελευταίο χρόνο, μάλλον βαριόταν. Έβγαινε για λίγες ώρες, έκανε την περιπολία του και γυριζε γρήγορα. Δίπλα μου στο γραφείο και ώρες ύπνου.
Τα χριστούγεννα που μας πέρασαν παρακοιμόταν. Μετά την πρωτοχρονιά άρχισαμε να προβληματίζομαστε για κάποιες συνήθειες περίεργες που μαζί με τον υπερβολικο υπνο δεν μας άρεσαν, συν το οτι ήταν σχετικά αδύνατος.
Οι δείκτες ήταν κατηγορηματικοί. Ο αιματοκριτης μισός του φυσιολογικού και η λοιμώδης αναιμία σε προχωρημένο στάδιο. Καταδικασμένος μέρα με τη μερα. Η φυγή με αξιοπρέπεια. Η φυγή με χάδι. Η φυγή στην αγκαλιά μας. Η φυγή με αγάπη, αυτή την ίδια που πήρε αυτά τα -σχεδόν- 5 χρόνια απλόχερα και μας την επέστρεψε στο πολλαπλάσιο. Ενας μήνας τώρα, αργό μαρτύριο. Για όλους μας. Γι αυτόν χωρις επιστροφή. Η φυγή χωρίς να φύγει απο δίπλα μας. Μας ήθελε εκεί κοντά του, να μας βλέπει. Εμάς πρωτοείδε, άλλωστε...

Και μεις?

Well? I will go far away,

As far as the echo of the church bell,
There, through the white snow,
There, through the golden clouds,
There, where hope is regret and pain.

Oh, Wally is going far away,
Far from her mother's happy house.
Maybe she won't come back to you
You'll never see her again.
Never again, never again.

I will go alone and far
As far as the echo of the church bell,
There, through the white snow;
I will go, I will go alone and far
Through the golden clouds

Εμείς, βγάλαμε το πορτ κλε απο την πόρτα, αλλά ποιος λέει πως δεν θα συνεχίσουμε να ακούμε τα χτυπήματα πίσω απο τα χρυσά σύννεφα;
 

Free Blog Counter
Poker Blog