Σκαλίζοντας παλιές φωτογραφίες (και έχω πολλές, πάρα πολλές, πανάθεμά με) έπεσα και σε αυτές που εμφανίζονται απόψε εδώ Ναι, τρεις φωτογραφίες απόψε, και που είναι αυτή τη φορά το κεντρικό θέμα της ανάρτησης.
Στις πρώτες δυο, ένα ζευγάρι κοντά στα εβδομήντα του, έχει γυρίσει από τη βρύση με δυο δοχεία με νερό. Τα δοχεία δυο είναι. Απλά, τα γεροντάκια χαρούμενα από το χιόνι που έφτιαξε ένα σκηνικό Ταρκόφσκι στο σπίτι τους, βάλθηκαν να ποζάρουν μεταξύ τους για να έχουμε αυτές τις εικόνες.. Φαντάζομαι μάλιστα και τον διάλογο:
"Έλα Ευδοκία να σε φωτογραφίσω.. Στάσου εκεί. Ναι, λίγο πιο δίπλα. Να φαίνεται και το σπίτι χιονισμένο, να στείλουμε τη φωτογραφία στα παιδιά, να ζηλέψουνε που δεν είναι 'δώ. Βλέπεις, στην Κέρκυρα χιονίζει σπάνια..."
"...Ωραία. Έλα τώρα να με φωτογραφήσεις κι εσύ, δώσε μου τα δοχεία, πως έρχομαι τάχα μόνος μου απ' έξω"
Ίσως η μοναδική φωτογραφία που τράβηξε η γιαγιά μου, που δεν συμμεριζόταν το πάθος του παππού μου να φωτογραφίζει ότι του άρεσε. Και οι τοίχοι του σπιτιού - βουβός μάρτυρας η φωτογραφία - με τα τούβλα ακόμη. Αλλά έτσι του άρεσε του μπάρμπα Σωτήρη, όπως τον έλεγαν οι γείτονες, καθώς χρόνο με το χρόνο όλο και κάτι πρόσθετε. Βλέπεις, το είχε χτίσει μόνος του, που λέμε. Άλλοτε έφτιαχνε μόνος του κάτι, άλλοτε -αν ερχόταν κάποιος μάστορας- ήταν από δίπλα ευγενικός επιστάτης. Υλοτόμος για πολλά χρόνια, ήξερε ποια δέντρα είναι για κοπή - ένας χαρισματικός άνθρωπος- μου έλεγε ιστορίες για βουνά, του έδειχνες μια κορφή στα Ζαγόρια και σού λεγε "Ναι, είναι η Τσούκα Ρόσα, πάνω από το Φλαμπουράρι". Και εκεί ξεκίναγε την αφήγηση. Και αν τυχόν του έλεγες μετά το βραδινό φαγητό, αν είχε δει καμιά αρκούδα εκεί στα βουνά... Εκεί, άπλωνε το βλέμμα του και θαρρείς πως έβλεπε εικόνες και ξεκίναγε να λέει τις -πραγματικές- ιστορίες του, πάντα με τη φράση "Να αγαπάς τα ζώα, σωτηράκη μου. Να αγαπάς και τα δέντρα. Έτσι πρέπει να είμαστε στη ζωή. Καλοί με τη φύση".
Δεν ξέρω αν υπήρχε κάποιου είδους "τάμα" αλλά στη δεκαετία του εβδομήντα - ή μήπως εξήντα? Όχι, όχι, εβδομήντα, σίγουρα τότε, είχε ήδη γεννηθεί ο αδερφός μου - φύτεψε δυο δέντρα - πεύκα. Ένα δεξιά και ένα αριστερά της εισόδου. Τα δέντρα αυτά συμβόλιζαν σύμφωνα με τoν κατηγορηματικό τρόπο που έλεγε τα πράγματα, τα δυο του εγγόνια. Βέβαια, εγώ είχα αρχίσει πλέον να "απομακρύνομαι" από τον τρόπο σκέψης του, γερνάγανε πιο έντονα και οι δυο, βγάζανε παραξενιές και προτιμούσα να πηγαίνω περισσότερες βόλτες στην πόλη, όταν βρισκόμουν εκεί, παρά να παρακολουθώ το αγαπημένο ζευγάρι να τηρεί ευλαβικά το πρόγραμμά του, που ήδη είχε αρχίσει να ακούει χτυπήματα στην πόρτα της ζωής του. Είχαν ταλαιπωρηθεί στη ζωή τους αρκετά άλλωστε, είχαν ήδη χάσει το σπίτι τους στα Ζαγόρια (δυο φορές, τη μια που το 'καψαν οι γερμανοί - τότε ρήμαξαν και αρκετό κόσμο, υπάρχει επιτύμβια πλάκα λίγο έξω απ το χωριό), μετά Γιάννενα, μετά Καλαμπάκα, τέλος Τρίκαλα.. σχεδόν από το μηδέν.
Συγχωρήστε με για την πολυλογία, όσοι έχετε φτάσει μέχρι εδώ και δεν έχετε φύγει, μια και ούτε προσφέρω κανένα εμ πι θρι αλλά ούτε και κανένας λογοτέχνης είμαι - εμπειρίες είναι όσα γράφω -, για την καταφανή παραβίαση της συμφωνίας που έχω κάνει περί μουσικών προτάσεων. Θα έρθει και αυτή σε λίγο.
Όμως, απόψε τα πράγματα λειτουργούν λίγο διαφορετικά.
Δεν είναι η μουσική που φτιάχνει τις εικόνες που με οδηγούν να γράψω μια ιστορία (αληθινή πάντα, δεν λέω ψέματα -σχεδόν- ποτέ).
Είναι οι εικόνες αυτές που με έστειλαν στην κυριολεξία αδιάβαστο ή καλύτερα η αλληλουχία τους έτσι όπως -τυχαία- ξεπήδησαν από το κουτί που βάλθηκα να τις σκαλίζω..
Έτσι, αφού μάζεψα τη συγκίνησή μου (όσο μπόρεσα) άκουσα - σαν κάποιος να εφάρμοσε μια ηλεκτρική τάση στο νευρικό μου σύστημα, στο μυαλό μου, ούτε γω κατάλαβα-..
Το καμπαναριό της Αγίας Ζηνοβίας
Μην ανησυχείτε, καλά είμαι. Απλά το έργο είναι γνωστό με τον τίτλο που έχει στη γλώσσα του δημιουργού του: "Sonnerie de Ste-Genevieve du Mont-de-Paris" (1723) του μεγάλου Marin Marais (1656-1728). Ένα αγαπημένο κομμάτι που το πρωτοάκουσα γύρω στα '80 και που απο μόνο του έχει την ιδιότητα να σε ταξιδεύει σε μέρη και εποχές γνώριμες.
Σαν τις αταξίες που μπορεί να κάνει ένα μικρό παιδί, και με το φόβο ότι θα καταλάβουν οι μεγάλοι πως πάλι έπαιξε με τα χώματα, πάλι έγινε μούσκεμα στη βρύση, μικρά λάθη που την αξία τους τη νιώθεις όταν έχεις χάσει το άγγιγμα. Γιατι οι φωνές εξακολουθούν χρόνια μετά να έρχονται στ αυτιά μου, ακόμη και τώρα. Λές και μπαίνεις μέσα στις φωτογραφίες και αυτές ζωντανεύουν και ο χρόνος χάνει τη θλιβερή του κατευθυνση.
Ωσπου...Η τρίτη φωτογραφία...
Έγχρωμη. Χωρίς ανθρώπους. Πάνω κάτω τριάντα χρόνια μετά. Θάναι γύρω στα 90 κάτι. Τα δέντρα που φαίνονται (του ενός ο κορμός, του άλλου τα κλαδιά), είναι αυτά που έλεγα παραπάνω. Το '82 στην αρχή και το '86 στη συνέχεια, το σπίτι έμεινε μόνο του.
Νοικιάστηκε μερικές φορές, αλλά το ότι ήταν στα περίχωρα της πόλης, όπως και οι περισσότεροι νοικάρηδες δεν νοιάστηκαν, έμεινε έτσι, παραπεταμένο. Ο παππους είχε προλάβει κάποια χρόνια πριν να σοβατίσει εξωτερικά το σπίτι. Έμοιαζε πια με εξοχικό. Όμως, το εγγόνι που είχε ακούσει με το κουτάλι τις ιστορίες, εκει άλλοτε στο μπαλκονάκι της εισόδου -το άλλο εγγόνι τους είχε ζήσει αρκετά κουρασμένους για να επαναλάβουν το ίδιο έργο- δεν ήταν εκεί. Απέφυγε για χρόνια να ασχοληθεί με αυτό το δημιούργημα του παππού. Κάποτε, στην αρχή της νέας χιλιετίας, αποφάσισε να ξαναασχοληθεί.
Βρήκα σχετικά εύκολα το δρόμο. Δεν λέω καλύτερα τυχαία.. Άλλα σπίτια τριγύρω, αλλοι δρόμοι, ανύπαρκτα σημεία αναφοράς, ώσπου...
Με κατάλαβαν οι διπλανοί γείτονες. Με γνώρισαν, είχαν και τα κλειδιά - είχα ξεχάσει να τα πάρω μαζι μου- μπήκα.. Ένα άδειο σπίτι πια, χωρίς τίποτα μέσα. Τίποτα!!!
Μόνο οι φωνές.. και η μυρωδιά του ήλιου στο πολύ μικρό δωματιάκι που είχε φτιάξει ο παππούς μου με τα μεγάλα παράθυρα - το "τζαμωτό". Και οι μέλισσες εγκλωβισμένες πάντα στις φωλιές τους σε ενα δυο στόρια που πάντα ήτανε κλειστά, ήταν ξύλινα βλέπεις και είχαν σκεβρώσει.. Κατέρρευσα. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο μετά. Θέλησα να το επισκευάσω, άρχισα να την ψάχνω και κάπου κει, αποφάσισε ο πατέρας μου πως δεν έχει νόημα. Πρέπει να έχει μετανιώσει που το πούλησε, δεν μου το λέει όμως και όχι γιατι ήταν πολύ λίγα τα χρηματα. Απο την άλλη εγώ τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω πως ίσως και να είχε δίκιο.
Δεν ξαναπέρασα απο το σπίτι. Δεν ήταν δικό μας πια..Όμως νομίζω πως μπορώ να ακούσω, οπως σβήνει το κομμάτι του Marais, τα λόγια του παππού στους νέους ιδιοκτήτες:
Τα δέντρα! Γιατί τα κόψατε βρε παιδιά? Δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα τους..Δεν ξέρετε οτι πονάνε κι αυτά..αχ μωρέ Βδοκιά κοίτα τι κάνανε..
3 σχόλια:
Έξω βρέχει. Και εδώ μέσα έβγαλε ήλιο...
Λάμπρο, αμέλησα να γράψω πως ο παππούς μου (αλλά και η γιαγιά μου) είχαν το δικό τους τρόπο να με τιμωρούν για αυτές τις αταξίες που λέω κάπου κει.
Με τη σιωπή.
Σοφά... (γνώριζαν ήδη αυτό που ανακάλυψαν οι ψυχολόγοι, μετά...)
Δημοσίευση σχολίου